- ζα
- (I)ζά (Α) (αιολ. τ. τής πρόθ. διά)1. σπάνια χρησιμοποιείται ως πρόθ. (α. «ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν», Θεόκρ.β. «ζὰ νυκτός», Ιω. Γραμματ.)2. συνηθέστερα ως α' συνθετ. στα αιολ. σύνθετα ζαβάλλω, ζάβατος, ζάδηλος κ.λπ. αντί διαβάλλω, διάβατος, διάδηλος κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. ζα < *δja «διά» (πρβλ. *Dyēus > Ζεύς, *ελπίδjω > ελπίζω). Το ζ- προήλθε φωνητικά από το συμφωνικό σύμπλεγμα d + j (το j αποτελεί τη συμφωνική μορφή τού ημιφώνου ι). Με ανάλογη συμφωνική προφορά τού ημιφώνου η πρόθ. διά έδωσε στη Νέα Ελληνική τον τ. για*].————————(II)τα (Μ ζᾱ)τα ζώα.
Dictionary of Greek. 2013.